-
1 κίνδῡνος
κίνδῡνος, ὁ, die Gefahr, bes. im Kriege u. vor Gericht; μέγας, βαϑύς, Pind. Ol. 1, 81 P. 4, 107 u. öfter; τόν ϑ' ὑπ' Ἰλίῳ σέϑεν κίνδυνον Aesch. Ag. 857; κίνδυνον περᾶν Ch. 268; κινδύνῳ βαλεῖν τινα, in Gefahr stürzen, Spt. 1019. 1039; κίνδυνον αἴρεσϑαι μέγαν Eur. Heracl. 503, sich der Gefahr unterziehen, wie Dem. 60, 20; ἀναλαβέσϑαι Her. 3, 69; ὑποδύεσϑαι Xen. Cyr. 1, 5, 12; ῥίπτειν Eur. Rhes. 154, gew. ἀναῤῥίπτειν, wie κύβον ἀναῤῥίπτειν, s. das Verbum; ἐπιβάλλειν Plat. Theaet. 173 a; εἰς κίνδυνόν τινα καϑιστάναι, in Gefahr setzen, Thuc. 5, 99; ὁ κίνδυνος αὐτοῖς ἐγένετο περὶ ὅλης τῆς πόλεως Xen. Hell. 7, 1, 7; ἐν κινδύνῳ εἶναι Plat. Theaet. 142 b; εἰς κίνδυνον ἔρχεσϑαι Prot. 313 a (wie Xen. Cyr. 1, 4, 8); προϊέναι Theaet. 181 b; auch κίνδυνον κινδυνεύειν, Apol. 34 c; εἰς κίνδυνον ἐμβαίνειν Xen. Cyr. 2, 1, 15; ὑπομεῖναι 1, 2, 1; ὑποδύεσϑαι 1, 5, 12. – Κίνδυνός ἐστι mit folgdm inf., es ist Gefahr, es ist zu befürchten, daß, οὐ σμικρὸς κίνδυνός ἐστι ἐξαπατηϑῆναι Plat. Crat. 436 b; ἐκ τούτων κίνδυνος τὴν προγεγονυῖαν χάριν μειοῦσϑαι Xen. Mem. 2, 7, 9; κίνδυνος ἦν βασανισϑῆναι Lys. 13, 28. Aehnl. Eur. πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν Hec. 4. – Auch = das Wagestück, die kühne Unternehmung, das sich in Gefahr Stürzen. Von Processen, κίνδυνος μέγας καὶ δεινὸς ἠγωνίσϑη Lys. 2, 34, u. oft bei den Rednern. – Das Wort scheint mit κινέω oder mit ΚΙΔ zusammenzuhangen.
-
2 κινδυνος
ὅ1) опасность(ἐν κινδύνοις εἶναι Dem.; κινδύνῳ βαλεῖν τινα Aesch., ἐς κίνδυνον καθιστάναι τινά Thuc. и κινδύνους (ἐπι)φέρειν τινί Aeschin.)
κίνδυνον ἀναλαβέσθαι Her. (ὑποδύεσθαι Xen., ξυναίρεσθαι или ἐγχειρίζεσθαι Thuc., αἴρεσθαι Eur., Dem. или ποιεῖσθαι Isocr.), ἐς κίνδυνον ἔρχεσθαι или ἐμβαίνειν Xen., κινδύνῳ περιπίπτειν Thuc. — подвергать себя или подвергаться опасности;πάντα κίνδυνον ὑπομεῖναι Xen. — идти на любую опасность;σοὴ κ. ἦν βασανισθῆναι Lys. — тебе угрожала опасность подвергнуться допросу;Φρυγῶν πόλιν κ. ἔσχε δορὴ πεσεῖν Ἑλληνικῷ Eur. — над городом фригийцев нависла опасность пасть от греческого оружия;κίνδυνον διαλύειν Dem. — устранить опасность2) рискованное предприятие, смелый поступок3) решительная борьба(μέγας καὴ δεινὸς κ. ἠγωνίσθη Lys.)
-
3 κίνδυνος
A danger, hazard, venture, whether abstract or concrete,πᾶσίν τοι κ. ἐπ' ἔργμασιν Thgn.585
, cf. 637;ὁ μέγας κ. ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81
; κ. γαλέης danger of or from her, Batr.9;κ. ἀϋτᾶς Pi. N.9.35
;τὸν κ. τῆς μάχης Th.2.71
; κίνδυνον ἀναρριπτέειν to run a risk, Hdt.7.50, etc.; ;κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A.Th. 1033
; κίνδυνον ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, Hdt.3.69, X.Cyr.1.5.12; αἴρεσθαι, ἄρασθαι, ἀρεῖσθαι, E.Heracl. 504, Antipho 5.63, And.1.11; ξυνάρασθαι Th.l.c.;ἐγχειρίσασθαι Id.5.108
, etc.;ὑπομεῖναι X.Cyr.1.2.1
;μετὰ τοῦ δικαίου ποιούμενος τοὺς κ. Isoc.14.42
;κινδύνῳ περιπίπτειν Th.8.27
; ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι, Id.7.77, Antipho 5.7;ἐπὶ κινδύνους χωρεῖν Th.2.39
;πρὸς αὐθαιρέτους κ. ἰέναι Id.8.27
;ἐς κ. ἐμβαίνειν X. Cyr.2.1.15
;ἐς κ. καταστῆσαί τινα Th.5.99
;κινδύνῳ βάλλειν τινά A. Th. 1053
;τὸν ἐπιόντα κίνδυνον Aeschin.3.148
; τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κ. ib.163;τὸν κατειληφότα κ. τὴν πόλιν D.18.220
;οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κ. X.HG7.1.7
;ἔνι κ. ἐν τῷ πράγματι Ar.Pl. 348
; κ. [ ἐστι] c. inf., Pi.N.8.21, Lys.13.27, Pl.Cra. 436b, etc.;πόλιν κ. ἔσχε πεσεῖν E.Hec.5
;κ. ἀσφαλέστερος Antipho 2.2.9
;κ. ἀνθρώπινοι.., θεῖοι And. 1.139
; ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κ. at his own risk, Arist.Pol. 1286a14;ἰδίῳ ἡμῶν κ. PLond.2.356.4
(i A.D.);καθαρὸς ἀπὸ παντὸς κ. PIand.35.10
(ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνδυνος
-
4 ἜΧω
ἜΧω (vgl. ὄχος, vehi, u. s. Savelsberg diss. inaug. quaest. lezic. de radicibus graecis, der die Wurzel FΕΧ nachweis't); ἔχεισϑα, Theogn. 1316; conj. ἔχῃσϑα, Il. 19, 180; imperf. εἶχον, ep. ἔχον, alexandrinisch εἴχοσαν, = εἶχον, Posidipp. 6 (V, 209); ἔχεσκον, Hom. u. Her. 6, 12; fut. ἕξω, med. ἕξομαι, Soph. O. R. 891, u. σχήσω, bes. in der Bdtg halten, bei Hom. häufiger als ἕξω, bei den Tragikern seltener als dieses, Aesch. Eum. 662 Pers. 732 Soph. El. 216 Ai. 669 Eur. I. A. 1365; die Form σχήσῃσϑα H. h. Cer. 367, auch σχήσεισϑα geschrieben, entspricht dem conj. aor. δεσπόσσῃς; – tut. med. σχήσομαι, Ar. Av. 1335; aor. ἔσχον (nie ohne Augm.), alexandrinisch auch ἔσχα, Inscr. 1030, inf. σχεῖν, ep. σχέμεν, conj. σχῶ, opt. σχοίην, imperat. σχές, Soph. El. 1013, u. σχέ, orac. bei Schol. Eur. Phoen. 641, l. d. (vgl. παρέχω); med. ἐσχόμην, σχέσϑαι, σχέτο, Il. 7, 248. 21, 345, sonst immer mit dem Augm.; perf. ἔσχηκα (ὄχωκα nur in Zusammensetzungen erhalten, wie συνοχωκότε, s. συνέχω) u. ἔσχημαι, aor. pass. ἐσχέϑην. Vgl. noch Giese Aeol. Dial. S. 245 ff, S. auch ἴσχω, σχέϑω, und die Composita; – 11 halten, haben, u. zwar zunächst – al sassen, tragen, was die Alten durch βαστάζω, φέρω erklären, πεμπώβολα χερσίν Il. 1, 463, σκῆπτρα δὲ κηρύκων ἐν χέρσ' ἔχον 18, 105, ἔχε δὲ στεροπὴν μετὰ χερσίν 11, 484; ἐν χερσὶν βόμβυκας Aesch. frg. 51; οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν βελέων ἀλκάν Soph. Phil. 1135; übertr., ἐν χειρὶ τῇ σῇ πάντ' ἔχεις Eur. El. 610, s. unten 5); – ἐπ' ὤμων πατέρ' ἔχων Soph. frg. Laoc. 3, 2, wie τὸ δῶρον ἀμφὶ φαιδίμοις ἔχων ὤμοις Niptr. 5, 4; so von Kleidern u. Waffen, εἷμα δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι Il. 18, 538; auch παρδαλέην ὤμοισιν ἔχων, 3, 17; ἐπὶ τὸν ὦμον, Xen. An. 6, 3, 25; στολὴν ἀμφὶ σῶμα, Eur. Hel. 561; χιτῶνας Xen. An. 1, 5, 8; τρίβωνας Dem. 54, 34; πρόσϑεν δ' ἔχεν ἀσπίδα Il. 13, 157; von Pferden ζυγὸν ἀμ φὶς ἔχοντες Od. 3, 486; αἰχμήν, σάκος, Aesch. Spt. 511. 624 u. sonst; ähnlich auch πολιὰς ἔχω (τρίχας), ich habe graue Haare, Aesch. 1, 49. – So ist auch Od. 1, 53 erklärt worden, wo von Atlas gesagt wird ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμ φὶς ἔχουσιν, er hält die Säulen u. tragt sie, die den Himmel u. die Erde von einander halten; vgl. Hes. Th. 517 Ἄτλας δ' οὐρανὸν εὐρὺν ἔχει; οἱ κίονες τὰ ἐπικείμενα βάρη Arist. Metaphys. 4, 23. Aber in der Homerischen Stelle nimmt man ἔχει besser = er beaufsichtigt, hütet, wie Odyss. 4, 737 καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον. – Κάρη ὑψοῠ, hoch halten, Il. 6, 509. 16, 266; κάρη ὑπὲρ πασῶν, das Haupt über alle erheben, Od. 6, 107. Auch ἐν γαστρὶ ἔχουσα, Her. 3, 32 u. Sp., von den Schwangeren gesagt, ist hierher zu ziehen, wofür γυνὴ ἔχουσα allein gesagt ist 5, 41; vgl. Arist. Polit. 7, 16. – bl halten, bes. festhalten; Il. 9, 209; χειρὸς ἔχων Μενέλαον, ihn bei der Hand haltend, 4, 154; 11, 488; Πάτροκλος ἑτέρωϑεν ἔχεν ποδός 16, 763; ὑπὸ ζυγῷ λόφον Soph. Ant. 292; λαβεῖν καὶ σχεῖν Plat. Theaet. 197 c; ἔχειν τινὰ μέσον, ihn in der Mitte des Leibes gefaßt halten, wie der Ringer, Ar. Nubb. 1047; im pass., ἔχομαι μέσος, Ach. 546; Equ. 388; gefangen halten, τῶν ἀνδρῶν τῶν μὲν διεφϑαρμένων, τῶν δὲ ζώντων ἐχομένων Thuc. 2, 5; so ἔχονται οἱ ἄνδρες Xen. An. 7, 3, 47. Aehnl. auch νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ϑεοῖσιν, sind in der Gewalt der Götter, Il. 7, 102. Anhalten, ἵππους 4, 302, zusammenhalten, σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν Od. 11, 219. – 2) In seiner Hand halten ist im Besitzhaben, besitzen, inne haben: – a) von Göttern, die einen Tempel, ein Land besitzen, als Schutzgottheiten darin walten, Aesch. Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χῶρον, Eum. 24 u. öfter; Soph. O. C. 40. 54 Tr. 199; ναούς Eur. Suppl. 2; οἱ τὴν πόλιν ἔχοντες ϑεοί Plat. Legg. IV, 717 a, wie bei Hom. οἳ Ὄλυμπον ἔχουσι, Il. 5, 890, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι, 21, 267 u. öfter. So auch Thuc. 2, 74 u. Sp., z. B. D. Sic. 20, 7. – bl von Menschen, eine Stadt od. ein Land inne haben, bewohnen, ἀνϑρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν Od. 6, 177; οἶκον 6, 183; von den Todten, οὖδας ἔχει, 23, 46, er nimmt den Boden ein, bedeckt ihn; οἳ γᾶς ἔσχατον τόπον ἀμφὶ Μαιῶτιν ἔχουσι λίμναν Aesch. Prom. 417; ὁ τὰν Κρῖσαν βο υνόμον ἔχων ἀκτάν Soph. El. 175; Σαλαμῖνος βάϑρον Ai. 135; ähnlich ἔχεις χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν, du stehst auf einem Platz, O. C. 37; Συρίαν Xen. Cyr. 8, 3, 24. Auch von Thieren, τὰ ὄρη ἔχουσιν Xen. Cyn. 5, 12. 24. – c) in Besitz haben als Herrscher; τὸ Κάδμου ἑπτάπυλον ἔχει κράτος Eur. Herc. Fur. 543; σκῆπτρα καὶ ϑρόνους Soph. O. C. 426; τυραννίδα Eur. Phoen. 485. – d) wie bei den Göttern u. den Herrschern der Begriff des Verwaltens u. der Fürsorge hervortritt, so ist ἔχειν κῆπον Od. 4, 737 = die Aufsicht über den Garten haben, ihn besorgen, vgl. oben; πατρώϊα ἔργα, das Land bestellen, 2, 22; πύλαι, ἃς ἔχον Ωραι Il. 5, 749, ἔχειν τὰς ἀγέλας Xen. Cyr. 7, 3, 7; vgl. Il. 24, 280 ἵππους αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλε, er pflegte sie u. zog sie auf; bei Dem. 47, 45 ist ἔχειν τὰς δίκας die Gerichte verwalten. – el allgemein vom Besitz, τἀγαϑὸν χεροῖν ἔχοντες Soph. Ai. 944, vgl. Dem. ἔστι γὰρ ἔχειν καὶ τὰ ἀλλότρια, καὶ οὐχ ἅπαντες οἱ ἔχοντες ἔχο υσι τὰ ἑαυτῶν, 7, 26, der Besitz ist nicht ihr Eigenthum; αὐτῷ ταὐτά σοι δίδωμι ἔχειν Eur. Hec. 1276; ὅπως καὶ ἔχοντές τι οἴκαδε ἀφίκοιντο Xen. An. 5, 9, 17, vgl. Cyr. 4, 1, 20, mit Beute; ὁ ἔχων τι, der Etwas hat, Her. 6, 22; οἱ ἔχοντες τὰς οὐσίας Xen. Hell. 5, 2, 7; absolut, ὁ ἔχων, der Reiche, Soph. Ai. 157; Eur. Alc. 58; Xen. An. 7, 3, 28; οἱ οὐκ ἔχοντες, die Armen, Eur. Suppl. 240; ὁ ἔχων neben πλουτῶν entggstzt den ἐν ταῖς ἐσχάταις ἀπορίαις ὄντες Dem. 45, 73. Aehnl. χρέα πολλῶν ταλάντων ἔτ' ἔχων, ausstehende Forderungen habend, Dem. 36, 41, vgl. 37, 12 αἰτιώμενοι πολλῷ πλείονος ἄξια ἔχειν ὧν ἐδεδώκειμεν χρημάτων, auch von Forderungen. Daher πλέον ἔχειν, Vortheil haben, μεῖον ἔχειν, den Kürzern ziehen, Xen. Cyr. 1, 6, 26. 7, 3, 35. – f) hierher gehört auch die Vbdg "zur Frau haben", οὕνεκ' ἔχεις Ἑλένην Od. 4, 569, ἄλοχον Il. 9, 336, vgl. 3, 53. 13, 173; pass., τοῦπερ δὴ ϑυγάτηρ ἔχεϑ' Ἕκτορι Il. 6, 398; auch in Prosa, Xen. Cyr. 1, 5, 4 u. sonst; auch von Geliebten, Thuc. 6, 54, wie der bekannte Ausspruch Aristipps in Beziehung auf die Lais: ἔχω, ἀλλ' οὐκ ἔχομαι Ath. XII, 244 d D. L. 2, 75. – g) bei sich haben, als Gast, οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην, was hast du da für einen Landstreicher, Od. 20, 377; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας Soph. O. R. 750; bes. vom Feldherrn, στρατὸν ἔχων Her. 7, 8, 4; τοὺς ὁπλίτας ἔχων, die Soldaten bei sich habend, Xen. u. A. oft, wo man das Particip einfacher durch mit übersetzen kann, selten mit der Präposition, τοὺς βελτίστους ἔχων μεϑ' ἑαυτοῦ Xen. Cyr. 1, 4, 17. Vgl. noch προϑύμως εἶχε ὑπακουούσας Xen. Cyr. 1, 6, 19, wie πειϑομένους αὐτοὺς πολὺν χρόνον οὐ δυνήσομαι ἔχειν, im Gehorsam erhalten, sie als gehorsame behalten, 7, 2, 11. – Aehnlich Ζῆν' ἔχων ἐπώμοτον, als einen Vereidigten, Zeugen, den Zeus für sich haben, Soph. Tr. 1178. – Zuweilen scheint es uns pleonastisch zu stehen, ἀναπτερώσας αὐτὴν οἴχεαι ἔχων ἐκκλέψας Her. 2, 115, du gehst mit ihr fort, u. so ἀπῆλϑεν ἔχων, er ging damit fort. – g) In Besitz nehmen, erlangen; π οῠ δύςοιστον ἕξομεν τροφάν Soph. O. C. 1684; στέφανον εὐκλείας Ai. 460; νίκης γέρας El. 677; so ist ἔσχε τὴν ἀρχήν zu fassen, Thuc. 6, 54 Xen. Cyr. 1, 5, 2 u. sonst; πρὶν ἔχεσϑαι τὰ ἄκρα, ehe sie eingenommen wurden, 3, 2, 12; Πύλου ἐχομένης Thuc. 4, 54; Sp., wie Plut. Rom. 18; Aesch. Τροίαν Ἀχαιοὶ τῇδ' ἔχουσι, Ag. 311. Bei Dem. 32, 14, τὴν ναῦν οἱ ἐπὶ τῇ νηῒ δεδανεικότες εὐϑέως εἶχον, ist es "in Beschlag nehmen"; τεύχε' ἔχονται, die Waffen werden festgehalten, sind geraubt, Il. 18, 197, wie ἔντεα μετὰ Τρώεσσιν ἔχονται 18, 130. – h) inne haben, umgeben, φρένες ἧπαρ ἔχουσι Il. 9, 301, αἴϑρη ἔχει κορυφήν, Heitere umgiebt den Gipfel, Od. 12, 76; vgl. αἰεὶ δ' ὄμβρος ἔχει τεϑαλυῖά τ' ἐέρση 13, 245; τοὺς δ' ἄκραντος ἔχει νύξ Aesch. Ch. 68. – il erhalten, retten, beschirmen; ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ, ἔχες δ' ἀλόχους Il. 24, 729; τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχη 22, 322. – 3) Worauf zu halten, wohin richten, wie ὀϊστὸν ἔχεν, er richtete den Pfeil, Il. 23, 871, denn den Bogen hält man auf den Gegenstand hin, den man treffen will. So χεῖράς τε καὶ ἔγχεα ἀντίον ἀλλήλων, sie richteten die Fäuste u. Schwerter gegen einander, 5, 569. Bes. von Pferden u. Schiffen, darauflos treiben, steuern, ἵππο υς, 3, 263. 5, 230. 240. 829. 841. 8, 139. 23, 423, νῆας, Od. 9, 279. 10, 91. 11, 70; παρὲξ ἔχε δίφρον Hes. Sc. 352; παρὰ τὴν ἤπειρον ἔχον τὰς νέας Her. 6, 95; mit Auslassung von ἵππους u. νῆας steht es scheinbar intr., Πύλονδ' ἔχον, ich hielt oder steuerte auf Pylos hin, Od. 3, 182; Πάτροκλος δ' ᾗ πλεῖστον ὀρινόμενον ἴδε λαόν, τῇ ῥ' ἔχε ὁμ οκλήσας, da fuhr, lenkte er hin, Il. 16, 378, vgl. 23, 325. 401. 422; ὑπ' ἐσχάτην στήλην ἔχων ἔχριμπτ' ἀεὶ σύριγγα Soph. El. 710, vgl. 724; τάχ' ἄν τις ἄκων ἔσχε, landete an, Phil. 305; π οῖ Ar. Ran. 188; so νέες ἕσχον εἰς τὴν Ἀργολίδα χώρην Her. 6, 92; πρὸς Σαλαμῖνα 8, 40; bes, oft Thuc., εἰς Φειὰν σχόντες 2, 25, πρὶν τῇ Δήλῳ ἔσχον 3, 29, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον 4, 129, σχὼν ἐς Σκιώνην 5, 2, ἐς τὸν αἰγιαλόν 6, 52; κάτω ἔχειν Plat. Rep. V, 465 c. – Aehnlich sind Vbdgn wie ὅστις πημάτων ἔξω πόδα ἔχει Aesch. Prom. 264; ἴσως ἂν ἐκτὸς κλαυμάτων ἔχοις πόδα Soph. Phil. 1244, wie ἔξω πραγμάτων ἔχειν πόδα Eur. Heracl. 110; σαυτὸν ἐκποδὼν ἔχων, dich entfernt haltend, Aesch. Prom. 344, wie συμβουλεύουσιν, ἐκποδὼν ἔχειν ἐμαυτόν Xen. Cyr. 6, 1, 37; τὸν ὦμον γυμνὸν πρὸς γυμνῷ τῷ Κριτοβούλου ὤμῳ ἔχων, daran haltend, lehnend, Conv. 4, 27; übertr., στυγερὰν ἔχε δύςποτμον ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις, er richtete den Fluch gegen sie, Soph. Phil. 1105; ὧδ' ἐφάλοις κλισίαις ὄμμ' ἔχων Ai. 190, er richtete sein Auge auf die Zelte; ϑἀτέρᾳ νοῦν ἔχοντα Tr. 272, seine Gedanken, seinen Sinn worauf richten, δεῦρο νοῦν ἔχε, hierauf gemerkt, Eur. Or. 1181; ἐκεῖσε Phoen. 363; in Prosa nicht selten, ὅπως ἥκιστα πρὸς αὐτοὺς νοῦν ἔχοιεν Thuc. 3, 22, wie γνώμην 3, 25. – 4) zurückhalten, anhalten, hemmen, bes. den angreifenden Feind, den Angriff aushalten, bestehen, κρατερὴ δ' ἔχεν ἲς Ὀδυσῆος Il. 23, 720, οὐδὲ μίνυνϑ' ἕξουσι – Πηλείωνα 20, 27, χεῖρας Od. 22, 70; δάκρυον 16, 191; ὀδύνας, d. i. die Schmerzen stillen oder lindern, Il. 11, 848; κῦμα Od. 5, 451; Ἑλλήςποντον ἱερὸν ἤλπισε σχήσειν Aesch. Pers. 732; τὰν φόνιον ἔχετε φλόγα Eur. Tr. 1318; ἔχ' αὐτοῦ πόδα σόν, halt deinen Fuß dort an, I. T. 1159; Πέρσας ἔσχον Plat. Menex. 239 d, wie Xen. An. 7, 1, 20 u. sonst; βουϑυτοῦντά μ' ἀμφὶ βωμὸν ἔσχετε, hieltet mich zurück, hindertet mich, Soph. O. C. 892, vgl. Phil. 1332; ὃς παρὰ νηυσὶν ἔχεις ἀέκοντας ἑταίρους Il. 16, 204; ἔσχε μαργῶντα αὐτόν Eur. Phoen. 1156; δοιοὶ δ' ἔντοσϑεν ὀχῆες εἶχον πύλας Il. 12, 456, wie ϑύρην δ' ἔχε μοῠνος ἐπιβλής 24, 453; πύργων γῆς ἔσχομεν κατασκαφάς, wir hielten die Zerstörung ab, Eur. Phoen. 1203; mit folgendem inf., ἦ τινα καὶ Δαναῶν σχήσω ἀμυνέμεναι, ob ich auch einen der Danaer hemmen, hindern werde, Il. 17, 182; 22, 412; gew. mit μή, οὐκ ἄν ποτ' ἔσχον μὴ τάδ' ἐξειπεῖν πατρί Eur. Hipp. 658, wie Ἀριστόδικος ἔσχε μὴ ποιῆσαι ταῠτα Κυμαίους, hielt die K. ab, dies zu thun, Her. 1, 158, vgl. 9, 12; auch tritt der Artikel dazu, τὸ δὲ μὴ λεηλατῆσαι ἑλόντας σφέας τὴν πόλιν ἔσχε τόδε, daß sie nicht plünderten, hinderte Folgendes, 5, 101, wie φόβος τε συγγενὴς τὸ μὴ 'δικεῖν σχήσει Aesch. Eum. 662; – mit dem genit., wovonabhalten, ὃς τὸν λωβητῆρα ἔσχ' ἀγοράων Il. 2, 275; ὃ ταύτην τῶν μακρῶν σχήσει γόων Soph. El. 367; ὅς νιν φόνου ἔσχε Eur. Herc. Fur. 1005; τοὺς πολεμίους τῆς ἐς τὸ πρόσϑεν προόδου, vom weiteren Vordringen abhalten, Xen. Cyr. 7, 1, 36; ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μὴ καταδῠναι An. 3, 5, 11, vgl. Hell. 4, 8, 5. – Aehnlich ist μῦϑον σιγῇ Od. 19, 502; σῖγα ἕξομεν στόμα, den Mund halten, Eur. Hipp. 660; εἶχε σιγῇ Her. 9, 93 ( σιγή). – Auch c. dat., οὐδέ οἱ ἔσχεν ὀστέον, widerstand ihm nicht, Il. 16, 740. – 5) habenin allgemeinster Bedeutung von den verschiedensten Zuständen des Leibes u. der Seele. Die Verbindungen mit Substantivis, die sich oft als Umschreibungen für einfache Verba ansehen lassen, sind bei diesen aufgeführt und werden hier nur kurz zusammengestellt: a) ἡλικίαν, ein Alter haben, Xen. Cyr. 1, 6, 34; ἥβην Plat. Prot. 309 b; ähnlich ἡμέρας δύο ἢ τρεῖς τῆς ἀρχῆς ἔχειν Plut. Cic. 9; –. βίοτσν εὐαίων' ἔχειν, ein glückliches Leben haben, Soph. Tr. 81, wie αἰῶνα τλάμον' ἕξω O. C. 734. – b) ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες Aesch.Prom. 315; νοῦν ἔχειν Soph. El. 1001, vgl. 1457; φρόνησιν τάνδε O. R. 664, φρένας Phil. 1115; anders φρεσίν oder ἐν φρεσὶν ἔχειν, im Geiste festhalten, behalten, Hom., wie νῷ ἔχειν, sich erinnern, Plat. Euthyphr. 2 b; ἄγρας ἀΰπνους ἔχων, = ἀγρεύων, Soph. Ai. 867; – αἰσχύνην ἔχειν, = αἰσχύνεσϑαι, Eur. Andr. 243; vgl. αἰσχύνη, wo auch ἐν αἰσχύναις ἔχειν angeführt ist, wie ἐν αἰσχύνῃ ἔχειν, Xen. Cyr. 5, 1, 36, u. δι' αἰσχύνης ἔχω, Eur. I. T. 683; – βλάβην ἔχειν, = βλαφϑῆναι, Soph. Ai. 1304; – βοὴν ἔχειν, ertönen, Il. 18, 495, wie καναχὴν ἔχειν, Getöse machen, 16, 105 u. oft; – γνώμην ἔχειν, = γνῶναι, – δεῖμα, Furcht haben, Soph. Ai. 636; – διάνοιαν ἔχειν, = διανοέομαι, Plat. Legg. VIII, 828 d; – δίκην ἔχει, = δίκαιόν ἐστι, Plat. Rep. VII, 520 b; – ἔγκλημά τινι, = ἐγκαλεῖν, Soph. Phil. 322; – ἐλπίδα, Hoffnung haben, hoffen, Soph. Ai. 600 u. öfter; – ἐπιϑυμίαν Eur. Andr. 1282; δι' ἐπιμελείας ἔχειν, s. ἐπιμέλεια, ἐπιστήμην, Soph. Ant. 338; ἔρευναν ἔχειν, = ἐρευνᾶν, O. R. 566; ἔρωτα, Plat. Phaedr. 239 a, wie ἔρον Eur. El. 297; εὔνοιάν τινι, Or. 867; ἡσυχίαν ἔχω, = ἡσυχάζω, – ϑήραν, Soph. Ai. 561, Jagd halten; – κότον, Zorn hegen, Il. 1, 82; – λιτάς τινι, flehen zu Einem, Soph. O. C. 1309; λόγον ἔχει, hat Grund, ist vernunftgemäß, Plat. Theaet. 157 d; – μεριμνήματα, sorgen, Soph. Phil. 187; – μέμψιν τινί, tadeln, Aesch. Prom. 443 Soph. Phil. 1243, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 773; auch Ar. Paz 633; – μνείαν u. μνήμην τινός, = μιμνήσκεσϑαι, μεμνῆσϑαι, – οἶκτον, = οἰκτείρω, Soph. Ai. 521; ὀργήν, = ὀργίζεσϑαι, Phil. 1293, wie τὴν ὀργὴν ἐπὶ Μειδίαν ἔχειν Dem. 21, 70; auch δι' ὀργῆς ἔχειν τινά, Thuc. 2, 37. 64, wie ἐν ὀργῇ ἔχειν 2, 18, ἐν ὀῤῥωδίᾳ, fürchten, 2, 89; δι' ἡσυχίας, 2, 22; vgl. auch δι' ἐλπίδος ἔχειν, διὰ φυλακῆς u. ähnl. unter διά; διὰ χειρὸς ἔχειν, an 1 a) erinnernd, in den Händen haben, in seiner Gewalt haben, womit beschäftigt sein, vgl. Aesch. Suppl. 193; Soph. Ant. 1243; τὰ τῶν συμμάχων Thuc. 2, 13. 76; γάμους ἑτοίμους ἐν χεροῖν ἔχειν Eur. Hel. 1402; vgl. Her. 1, 35; auch μετὰ χεῖρας ἔχειν τι, 7, 16, 2, wie Thuc. 1, 138; – διὰ στόματος ἔχειν, im Munde haben, Plut. Lyc. 6, wie ἀνὰ στόμ' αἰεὶ καὶ διὰ γλώττης ἔχειν Eur. Andr. 95; διὰ στέρνων ἔχειν, von der Gesinnung, Soph. Ant. 635; – παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, Soph. Ai. 536; – πόϑον βορᾶς Eur. Or. 189; προϑυμίαν Phoen. 909; Plat. Tim. 23 c; – προμηϑίαν ἔχειν τινός u. πρόνοιαν, Eur. Alc. 1057. 1064; σπουδήν Hec. 673; συγγνώμην ἔχειν, = συγγιγνώσκειν, Tragg.; – σπάνιν ἔχειν, = σπανίζειν, Soph. O. R. 1461; – σωφροσύνην, besonnen sein, Xen.; – τέλος, wie wir "ein Ende haben", Il. 18, 378; Plat. Rep. VI, 502 c; – ὕβριν, Uebermuth treiben, Frevel üben, Od. 1, 368. 17, 109; Soph. El. 523; ä. δῆριν, μάχην ἔχειν; – φϑέγμα ὅσιον Eur. Herc. Fur. 927 Andr. 925, vgl. βοάν; – φϑόνον, Neid hegen, Aesch. Prom. 891; – φροντίδα τινός Eur. Med. 1301; Soph. Phil. 210; ὤραν O. C. 387; – φυγὴν δὀμων Aesch. Ch. 252; – φυλακάς, Wache halten, bewachen, Il. 9, 471; Eur. Andr. 962; ἀλαοσκοπιήν Il. 13, 10 Od. 8, 285; σκοπιήν, = σκοπιάζειν, 8, 302; Her. 5, 13; – φύσιν ἔχει, es ist naturgemäß, Plat. Rep. V, 473 a; – χρείαν ἔχειν τινός u. ähnlich ἐπιδευὲς ἔχειν τινός, einer Sache Noth haben, sie vermissen, Il. 19, 180. – c) wie bes. von unglücklichen Zuständen gesagt wird κακόν, γῆρας ἔχειν, Od. 20, 83. 24, 250, ἕλκος, ll. 19, 49, ἄχεα ϑυμῷ, 3, 412, πένϑος φρεσίν, Od. 7, 219, πόνον, Hes. So. 310, κακά, συμφορἀν, Plat. Prot. 309 b Phaedr. 231 c, so wird auch umgekehrt gesagt πότμος μ' ἔχει, Soph. Ir. 270, mich hält gefesselt, wie ὕπνος Phil. 811, ϑάνατος ἐν τάφοις O. R. 942; auch ἐπεὶ γὰρ ἔσχε μοῖρ' Ἀχιλλέα ϑανεῖν, Phil. 1132; vgl. πυρετὸς τὸν ἄνϑρωπον ἔχει Arist. Metaphys. 4, 23; was auf viele andere, bes. Gemüthszustände übertragen wird, ἀνάγκη σε ἔχει Plat. Euthyd. 293 e, ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας Od. 18, 391, bethört dich; φόβος μ' ἔχει φρένας Aesch. Suppl. 379; eben so mit doppeltem acc., στρόφος μ' ἔχει τὴν γαστέρα κὠδύνη Ar. Th. 484; ἄγνοιά μ' ἔχει Soph. Tr. 349, αἰδώς Eur. Hec. 970 Gr. 460, ἀφασία u. ä., die man unter den subst. nachsehen kann; – ὄφρα με βίος ἔχῃ Soph. El. 318, so lange ich lebe; οὓς ἔχε γῆρας Il. 18, 515; γέλως ἔχει τινά, kommt ihn an, Od. 8, 344; – δύη 14, 215; ἔρως χρημάτων Eur. Suppl. 178; Aesch. Suppl. 516; – εὐεργεσίαι αὐτοὺς εἶχον, verpflichteten sie, waren ihnen erzeigt, Her. 1, 69; – ϑαῦμα u. ä., ἄγη, σέβας, Hom. u. Tragg.; – ἵμερος Soph. O. C. 1723; – κίνδυνος πόλιν ἔσχε Eur. Hec. 5; κλέος, Hom. u. Folgde, wie φάμα, Eur. Med. 470; ἵνα λόγος ἀγαϑός σε ἔχῃ πρὸς ἀνϑρώπων Her. 7, 5; κομιδή Od. 24, 249; ὄκνος Soph. O. C. 658; πάϑος Plat. Conv. 217 c; λιμός, δίψη, Aesch. Ch. 746; μένος ἠελίοιο ἔχεν μιν, die Gluth der Sonne ergriff ihn, Od. 10, 160; προϑυμία Eur. Ion 1110; vgl. Plat. Soph. 239 b; – τέρψις Soph. O. R. 1477; – φιλοψυχία Plat. Apol. 37 c; φλυαρία Rep. I, 336 c; – ὅτου σε χρεία καὶ πόϑος μάλιστ' ἔχει Soph. Phil. 642; ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα Il. 11, 269; ὥς σφεας ἡσυχίη εἶχε πολιορκίης, als sie Ruhe hatten, Her. 6, 135. – Auch passio., gefesselt, gehalten werden, behaftet sein, ἀνάγκῃ ἔχεσϑαι, Xen. An. 2, 5, 21; ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od. 8, 182; ἄσϑματι Il. 15, 10; κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ 22, 409; – ὑπὸ ἐπιϑυμίας Plat. Rep. III, 390 c; μανίαις Legg. IX, 881 b; περιπλευμονίᾳ Lach. 192 c; ν οσήμασι, mit Krankheiten behaftet, Phil. 45 b; – ὀργῇ, ἀγρυπνίῃσι, Her. 1, 141. 3, 129. – Aehnlich οἷσιν εἴχετ' ἐν κακοῖς Soph. Ai. 265, vgl. 1124; ἐν ἀπορίᾳ ἔχεσϑαι, von Verlegenheit, von Noth bedrängt werden, Plat. Gorg. 522 a; ἐν ξυμφοραῖς τε καὶ πένϑεσι Rep. III, 395 e, wie ἐν ἀπόρῳ Thuc. 1, 25 u. ὑπ' ἀπορίας πολλῆς Plat. Legg. VI, 780 b. – d) von anderer Art sind die folgdu Verbindungen, wo man es durch παρέχειν erklären kann: ἀγανάκτησιν ἔχειν, Gelegenheit zum Unwillen geben, Unwillen verursachen, Thuc. 2, 41; αἰσχύνην οὔπω ἔχοντος τοῠ ἔργου, es brachte noch keine Schande mit sich, 1, 5; – αἰτίαν ἔχειν, die Schuld tragen, beschuldigt werden, Soph. Ant. 1296; πολλῶν κακῶν Eur. El. 213; ὑπό τινος, Aesch. Eum. 99. 549; mit folgendem ὡς, Plat. Rep. VIII, 565 b, wie πολλὴν τὴν αἰτίαν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν εἶχε Thuc. 6, 46; auch δι' αἰτίας ἔχειν, 2, 60 u. ἐν αἰτίᾳ ἔχειν, beschuldigen, s. αἰτία. Eben so ὑποψίαν ἔχειν, verdächtig sein, Dem. 57, 24, aber auch Argwohn hegen, 61, 5; – αἴσϑησιν ἔχειν, bemerkt werden, ταῦτ' ἀπιστίαν, ταῠτ' ὀργὴν ἔχει, Dem. 10, 44, erregt Mißtrauen u. Zorn; κατάμεμψιν ἔχειν, Grund zum Tadel geben, Thuc. 2, 41; ἔλεον ἔχειν, Mitleid erregen, Plut. Them. 10; ὄψιν, den Anblick gewähren, Xen. An. 5, 9, 9; vgl. προὐφάνης δὲ φιλτάτην ἔχων πρόςοψιν Soph. El. 1277; ἱδρῶτα οὐκ ὀλίγον ἔχει τοῖς ὁδοιπόροις ὁ ἐπ' ἀρετὴν οἶμος, eigtl. er hat Schweiß für die, verursacht den Wanderern Schweiß, Luc. Hermot. 2 (anders ist τιμήν, φϑόνον ἔχειν παρά τινι, Plut. Sol. 29 Them. 29); – πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι beißen die Eileithyien, die bittere Wehen verursachen, Il. 11, 272. – 6) vom Gewicht, haben, schwer sein, νόμισμα εἶχεν Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα D. Sic. 11, 26, vgl. 2, 9; τράπεζα σταϑμὸν ἔχουσα ταλάντων πεντακοσίων, der funfzig Talente wog. – 7) aus Verbindungen, wie ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρα, Od. 18, 364, damit du habest, den Bauch zu nähren, daß du deinen Bauch nähren könnest, entwickelt sich die Bedeutung können, vermögen, im Stande sein, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασϑαι, er konnte sich nicht auf die Füße stützen, Il. 21, 242 u. öfter; am Gewöhnlichsten mit dem inf. aor., ἔχω φράσαι, ich habe zu sagen, kann anzeigen, Pind. Ol. 13, 11 N. 7, 56; οὐδὲν ἀντειπ εῖν ἔχω Aesch. Prom. 51; οὐκ ἔχω προςεικάσαι Ag. 158; ταῠτα γάρ σ' ἔχω μόνον προςειπεῖν Soph. O. R. 1071; τὸ μέλλον οὐκ ἔχω μαϑεῖν Eur. Hec. 761; τάδε μὲν ἔχομεν ὁρᾶν Soph. Tr. 946; πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι Phil. 1036; in Prosa bes. mit λέγειν u. ä., οὐδὲν ἔχουσιν οὔτε ἀποκρίνασϑαι οὔτε ἐρέσϑαι Plat. Prot. 329 a. Auch ohne den inf., ἀλλ' οὔπως ἔτι εἶχε Il. 17, 354; λέγοις ἄν, εἴ τι τῶνδ' ἔχοις ὑπέρτερον Aesch. Ch. 103, wo man λέγειν leicht ergänzen kann, wie Xen. An. 2, 1, 9, ἀποκρίνασϑε, ὅ τι κάλλιστον ἔχετε, ein ἀποκρίνασϑαι, antwortet, was ihr am Besten zu antworten wißt. Vgl. noch ἐξ οἵων ἔχω, αἰτῶ, so sehr ich kann, Soph. El. 1379, wie ἐπεκούρησας ὅσον εἶχες φίλοις Eur. I. A. 1453. – Noch häufiger folgt, bes. in Prosa, ein Fragesatz, οὐκ ἔχω τί φῶ, ich weiß nicht, was ich sagen soll, ich habe Nichts zu sagen, Aesch. Ch. 89; Soph. O. C. 318 u. sonst; οὐκ ἔχω τίς ἄν γενοίμαν Aesch. Prom. 907; ὅπως μολούμεϑ' ἐς δόμους οὐκ ἔχω Soph. O. C. 1740; ὑμῖν οὐκ ἔχω τί χρήσομαι Eur. Heracl. 440 u. sonst, ich weiß nicht, was ich mit euch machen soll; τὰ ἐπιτήδεια οὐκ εἶχον ὁπόϑεν λαμβάνοιεν Xen. An. 3, 5, 3; Sp., wie Luc., οὐκ εἶχον ὅπως ἐκμάϑοιμι Philops. 35. – Uebh. w i ssen, verstehen, eigentlich, τέχνην δὲ κακὴν ἔχει, er besitzt die Kunst, hat sie inne, Hes. Th. 770, wie Eur. I. T. 43; neben ἐπίστασϑαι, Her. 3, 130; λέληϑα ταύτην ἔχων τὴν τέχνην Plat. Theaet. 149 a; ἰατρικήν Prot. 322 c, wie ἐπιστήμην Euthyd. 273 e; τὰ πρὸ τῆς τέχνης μαϑήματα Phaedr. 269 b; ἱκανῶς ἔχομεν τοῦτο, ὅτι, das wissen wir wohl, daß, Phaed. 71 a; οἱ τὰς τέχνας ἔχοντες, die Kunstverständigen, Künstler u. Handwerker, Xen. Mem. 3, 10, 1. Auch ἵππων ἀϑανάτων ἐχέμεν δμῆσίν τε μένος τε, Il. 17, 476, kann man hierherziehen, das Bändigen verstehen. Man vgl. noch ἔχεις τι κἀξήκουσας Soph. Ant. 9, εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν O. R. 311; auch ἔχεις τίνα σωτηρίαν; Eur. Or. 776, weißt du ein Mittel zur Rettung? wie οὐκ ἔχω κατακρυφάν Soph. O. C. 218, ich weiß nicht zu verbergen; ἄλλον δ' αἶνον ἔχω ματροπόλει ib. 713, ich kann sie loben. Vgl. noch ἅλωσις. – 8) intr., sichverhalten, sich in einer Lage, Verfassung, Stimmung u. dgl. befinden, – al gew. mit Adverbien, durch sein mit dem Adjectivum zu übersetzen; εὖ ἔχει, er steht gut, Od. 24, 245, wie bei den Attikern häufig καλῶς ἔχει, es ist gut; ἀναγκαίως ἔχει, es ist nohwendig (s. unter ἀναγκαῖος, wie übh. diese Verbindungen bei den betreffenden Adjectivis angegeben sind). Bes. häufig οὕτως ἔχει, so verhält es sich, so steht es, Ar. Plut. 110 u. A.; οὕτω δ' ἐχόντων sc. τῶν πραγμάτων, in solcher Lage, Xen. An. 3, 2, 10; οὕτω δ' ἔχει, unter der Bedingung, 5, 6, 12; auch οἶδα ταῠτα τῇδ' ἔχοντα, Soph. Phil. 1320; οἶσϑ' ὡς ἔχει; weißt du, wie oder was es ist? Plat. Phaedr. 236 d; – ὥςπερ εἶχεν, von Her. an bei den Geschichtschreibern häufig, so wie er gerade war, wie er ging u. stand, sogleich, sofort, ὀργῇ ὡς εἶχεν ἐλϑών Her. 1, 114, vgl. 1, 61; ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ὥςπερ ἔχομεν, ohne Verzug, Thuc. 3, 30; vgl. Xen. Cyr. 3, 1, 7 An. 4, 1, 19; Folgde; σκάπτε ὡς ἔχεις Luc. Tim. 40. – Oft tritt zur näheren Erklärung ein gen. hinzu, ὡς ὀργῆς ἔχω Soph. O. R. 345; πῶς εὐμενείας ἔχεις Eur. Hel. 320, eigentlich, wie du dich in Beziehung auf das Wohlwollen verhältst, wie wohlwollend du bist; ὡς ποδῶν εἶχε Her. 6, 116, was die Füße vermochten, wie ὡς τάχους εἶχε, so schnell er konnte, 8, 107; Thuc. 2, 90; ὡς ἔχοι τῆς μνήμης 1, 22; μετρίως ἔχων βίου Her. 1, 32; εὖ σώματος ἔχει, er befindet sich wohl, Plat. Rep. III, 404 d; οὐ γὰρ οἶδα παιδείας ὅπως ἔχει καὶ δικαιοσύνης Gorg. 470 e, wie es mit ihm in Ansehung der Bildung u. Gerechtigkeit steht, wie gebildet u. gerecht er ist; Folgde häufig, ὡς ἕκαστος ἑτοιμότητος καὶ βουλήσεως ἔσχε Plut. Cam. 32, wie Jeder bereitwillig war. Vgl. noch ὅπου συμφορᾶς ἔχεις, in welchem Unglück du dich befindest, Eur. El. 236. – Doch auch εὖ oder κακῶς ἔχω τὸ σῶμα, Xen. – Andere Bestimmungen sind: πῶς ἔχεις πρὸς ἐπιστήμην; Plat. Prot. 352 b; πῶς ἔχουσι Φιλίππῳ; wie sind sie gegen Philipp gesinnt? Dem. 2, 17, vgl. 3, 8 ἐχόντων μὲν ὡς ἔχουσι Θηβαῖοι ὑμῖν u. Arist. Eth. 8, 2. – Die Verbindungen ἔχειν σιγῇ, ἔχε ἠρέμα, ἡσυχῆ, ἀτρέμα u. ä., sich ruhig verhalten, s. unter diesen Wörtern. – Ἔχε αὐτοῦ, halt da an! Dem. 45, 26; σχές, οὗπερ εἶ, halt an, sprich nicht weiter, Soph. O. C. 1171; vgl. Eur. I. A. 1467; – ἔχε, vor einem Imperativ, wie ἄγε, wohlan, ἔχ' ἀποκάϑαιρε τὰς τραπέζας Ar. Paz 1193; Vesp. 1135; ἔχε νῠν, ἄμειψον τὸν τράχηλον Equ. 490; ἔχε δή μοι τόδε εἰπέ Plat. Ion 535 b; ἔχε δή, πότερον λέγεις –, Prot. 349 d; ἔχε δὴ ἴδωμεν, halt, laß uns sehen, Crat. 435 e. – b) ähnlich mit Präpositionen, διὰ φυλακῆς ἔχοντες, behutsam, Thuc. 2, 81, wobei die betreffenden Präpositionen nachzusehen sind. Eigenthümlich καίτοι τινὲς ἐπιτιμῶσι τῶν λόγων τοῖς ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχουσι Isocr. 4, 11, die über die Ungebildeten hinausgehen, wo man fälschlich eine Tmesis für ὑπερέχειν annimmt; – ἀμφί τι ἔχειν, sich mit Etwas beschäftigen, ὅπως οἱ πολέμιοι ἀμφὶ ταῠτα ἔχοιεν Xen. An. 5, 2, 26, öfter. S. ἀμφί c 31. – Andere Verbindungen der Art sind: ἕξω δ' ὡς λίϑος, ich werde mich halten, wie ein Stein, Od. 19, 494, ἔχον ὥστε τάλαντα γυνή, sc. ἔχει, sie hielten sich, wie ein Weib die Wagschale (im Gleichgewicht) hält, Il. 12, 433, vgl. 13, 679; ἔχον ὥς σφιν πρῶτον ἀπήχϑετο Ἴλιος Il. 24, 27, sie blieben bei ihrem früheren Hasse gegen Ilios; – κίονες ὑψόσ' ἔχοντες, Od. 19, 38, sind in die Höhe ragende Säulen, wie ἔκτοσϑε ὀδόντες ἔχον ἔνϑα καὶ ἔνϑα, sie ragten hier u. da empor, Il. 10, 263; vgl. ἔγχος ἔσχε δι' ὤμου, der Speer ragte durch die Schulter hervor, 13, 520. 14, 452, welche Stellen den Uebergang machen zu der Bdtg – 9) sich wohin erstrecken, wohin reichen, ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔχουσαι, die zum Fluß hinführen, Her. 1, 180; διώρυχα τὴν ἐκ τοῠ Νείλου ἔχουσαν ἐς τὸν Ἀράβων κόλπον, der sich vom Nil bis zum arabischen Meerbusen erstreckt, 4, 42, vgl. 2, 91; ἔχει πρὸς ἑσπέρην 2, 17; κῶμαι ὑπὸ τὸ Παρϑένιον π όλισμα ἔχουσαι Xen. An. 7, 8, 21, die sich bis unter die Stadt hinziehen; auch übertr., τὰ ἐς Ὅμηρον ἔχοντα Her. 2, 53, was den Homer betrifft, angeht, wie τὸ ἐς Ἀργείους ἔχον 6, 19; τὸν χρησμὸν εἰς Πέρσας ἔχειν 9, 43, wie ἐς' Αϑηναίους εἶχε τὸ ἔπος εἰρημένον, es ging auf die Athener, 7, 143; ἔχϑρης παλαιῆς ἐχούσης ἐς Ἀϑηναίους, gegen die Athener gerichtet, 5, 81; öfter bei Paus., wie ὅσον εἰς τὴν ἅλωσιν τὴν Ἀϑηναίων ἔχει δηλώσω 1, 20, 4. Vgl. oben 3). – 10) in Verbindung mit Participien behält es oft seine eigentliche Bdtg bei, ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν γήμας ἔχεις, du hast sie geheirathet u. hast sie nun zur Frau, Soph. O. R. 577; Κορινϑίο υς δήσαντες εἶχον, sie banden sie u. dielten sie in Hast, Thuc. 1, 30; πολλὰς ὑφ' ἑαυτῇ ἔχειν δουλωσαμένην, nachdem sie viele unterjocht, hält sie dieselben in Unterwürfigkeit, Plat. Rep. I, 351 b. Aehnlich lassen sich erklären: οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῠτον κατακρύψαις ἔχειν, wo auch wir "verborgen halten" sagen, Pind. N. 1, 31; vgl. Hes. O. 42 κρύψαντες γὰρ ἔχουσι ϑεοὶ βίον ἀνϑρώποισι. Auch ἀμφοτέρων με τούτων ἀποκληΐσας ἔχεις Her. 1, 37 ist = du hältst mich ausgeschlossen; ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια εἶχον πάντα ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1, unserem "sie hatten die Lebensmittel dahin gebracht" ähnl., ist eigentlich = in welchen sie alle Lebensmittel hatten, nachdem sie dieselben hingeschafft hatten. Oft aber wird nur ein dauernder Zustand dadurch ausgedrückt, ϑαυμάσας ἔχω, ich verhalte mich als Einer der sich wunderte, ich bin in Staunen begriffen, Soph. Phil. 1346; Plat. Phaedr. 257 c; κἀποδηλώσας ἔχει τραχὺν πετραῖον ὄρνιν Aesch. frg. 300; τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ' ἀτιμάσας ἔχει, er hält Jenen in Ehren, Soph. Ant. 22; ταρβήσας ἔχω Tr. 37; ὅς σφε νῠν ἀτιμάσας ἔχει Eur. Med. 33; αὐτῆς ἐρασϑεὶς ἔχειν λέγεται Plat. Crat. 404 c. – Seltener ist dabei das partic. perf., οἷά μοι βεβουλευχὼς ἔχει Soph. O. R. 701, ὅν γ' εἶχον ἤδη χρόνιον ἐκβεβληκότες Phil. 596; ὧν πολλὰ χρήματα ἔχομεν ἡρπακότες Xen. An. 1, 3, 14, welches Beispiel sich mehr an die zuerst angeführten anreiht. – Auch part. praes., ἐπεὶ σὺ ἐπὶ δάκρυσι καὶ γόοις τὸν ϑανόντα – καταστένουσ' ἔχεις Eur. Tr. 318. – 11) scheinbar pleonastisch steht es in τί δῆτα ἔχων στρέφει; was hast du, daß du dich sträubst, warum sträubst du dich? Plat. Phaedr. 236 e; vgl. τί δῆτα διατρίβεις ἔχων; was hast du zu zögern? Ar. Nubb. 509; Eccl. 1151; τί γὰρ ἕστηκ' ἔχων; ib. 853; τί κοικύλλεις ἔχων; Th. 852; häufig ἔχων φλυαρεῖς, Plat. Euthyd. 295 c Gorg. 490 e; Ar. ληρεῖς ἔχων, παίζεις ἔχων, du spaßest, dich so verhaltend, d. i. wie du pflegst, wie es dir zum dauernden Zustand geworden ist. Eine Vertauschung der Modi anzunehmen u. ἔχεις ληρῶν "du verhältst dich als ein Spaßmacher, "bist ein Spaßmacher" zu erklären, ist unnöthig.
Med. – a) für sich halten, ἀσπίδα πρόσϑε σχόμενος, vor sich haltend, Il. 12, 294. 298, σάκος, 20, 262, ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, indem sie sich vor die Wangen hielt, Od. 1, 334. 21, 65; vgl. Ap. Rh. 3, 445. – b) sich halten, sich behaupten, ἔχεο κρατερῶς Il. 16, 501. 17, 559, Schol. erkl. ἀντέχου τῆς μάχης; ἄντα σχομένη, gegenüber Stand haltend, Od. 6, 141; wie das act. mit dem acc., οὐδ' ἔτι φασὶν Ἕκτορος μένος καὶ χεῖρας σχήσεσϑαι, Il. 17, 639. 12, 126. – c) sichan Etwashalten, festhalten, τῷ (ἐρινεῷ) προςφὺς ἐχόμην Od. 12, 433; c. gen., πέτρης Od. 5, 429; ἀώτου ϑεσπεσίοιο 9, 435; ἀκμάζει βρετέων ἔχεσϑαι Aesch. Spt. 95; δράκοντος δ' εἴχετο γενύων Pind. P. 4, 244; ὁποῖα κισσὸς δρυὸς ὅπως τῆςδ' ἕξομαι Eur. Hec. 396; ἐμῆς ἔχετο χερός Bacch. 197; πέπλων I. A. 1461; ὡς πείσματος Plat. Legg. X, 893 b; καί μοι ἕπου χλαμύδος ἐχόμενος Luc. Tim. 30; übertr., τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι, ich halte mich an derselben Ansicht, bleibe dabei, Thuc. 1, 140; τοῦ αὐτοῦ λόγου 5, 49, wie Her. 7, 5; τῆς προφάσιος 6, 94; ἐπωνυμιέων, Namen haben, 2, 17; τῆς σωτηρίας, an der Rettung eifrig arbeiten, Xen. An. 6, 1, 17; τοῠ πολέμου Thuc. 6, 88, wie ἔργου Pind. P. 4, 233; Her. 2, 17; Thuc. 2, 2; Arr. An. 6, 6, 6 u. A.; μάχης, ἧς νῠν ἔχονται Soph. O. C. 425; – ἑξόμεϑα αὐτοῦ, wir werden uns an ihn halten, Xen. An. 7, 6, 41; Ar. Plut. 101; – τὸν νομοϑέτην ἀληϑείας ἐχόμενον, der sich an der Wahrheit hält, sich derselben befleißigt, Plat. Legg. IV, 709 c. – Ἃ διδασκάλων ἔχεται, was die Lehrer betrifft, Plat. Prot. 324 d, vgl. ὅσα ἔχεται τῶν αἰσϑήσεων Legg. II, 661 a; – σέο ἕξεται, von dir wird es abhangen, Il. 9, 102. Mit ἐκ vbdn, Ἀλκινόου ἐκ τοῠδ' ἔχεται ἔργον τε ἔπος τε Od. 11, 346, hängt von ihm ab. – Hierher ist auch wohl Soph. O. R. 709 zu ziehen, βρότειον οὐδὲν μαντικῆς ἔχον τέχνης, wo die Schol. ἐχόμενον, ἁπτό μενον erklären. – d) unmittelbar daranstoßen, darauf folgen, zusammenhangen, bes. im partic., οἱ ἐχόμενοι, die Nachbarn, Her. 1, 134, τούτων ἔχονται οἱ Γελιγάμμαι 4, 169; Thuc. 5, 67; ἐν τῇ ἐχομένῃ ἐμοῠ κλίνῃ Plat. Conv. 217 d; τὴν ἐχομένην χώραν κατέχον ἐκείνης Parm. 148 e; δύ' εἶναι χάσματε ἐχομένω ἀλλήλοιν Rep. X, 614 c, dicht aneinanderliegend; Salamis heißt ἡ ἐχομένη νῆσος Isocr. 4, 96; τὰ τούτων ἐχόμενα. was damit zusammenhängt, ibd. 4, 23; Plat. Rep. III, 389 c; neben ὅμοια Legg. VII, 811 d; bes. auch beim Aufführen der Schlachtordnung, z. B. Πρόξενος ἐχόμενος, daneben stand Proxenus, Xen. An. 1, 8, 4; ἐχομένους ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων ἕπεσϑαι, sich so dicht wie möglich an die Wagen haltend, Xen. Cyr. 7, 1, 9. – Mit dem dat. scheinbar Plat., ἐάν τίς σε τὰ ἐχόμενα τούτοις ἐφεξῆς ἅπαντα ἐρωτᾷ Gorg. 494 a, wo der dat. von ἐφεξῆς abhangen kann, aber sicher D. Sic. 3, 24 ἐχόμενοι τούτοις εἰσὶν οἱ ὑλοφάγοι; vgl. Pol. 12, 17, 7 u. a. Sp.; τοῦ ἐχομένου ἔτους, im folgenden Jahre, Thuc. 6, 3; ἐκ τῶν ἐχομένων γνώσεσϑε, ihr werdet aus dem Folgenden einsehen, Isocr. 6, 29; ἐν τοῖς ἐχομένοις ἔσται φανερόν Arist. H. A. 5, 11. – Zuweilen wird damit nur eine Hervorhebung des Subjects bezweckt, wie bei Her. τὰ τῶν ὀνειράτων, καρπῶν, σιτίων, οἰκετῶν ἐχόμενα, Alles was auf die Träume, Früchte u. s. w. Bezug hat, die Träume u. s. w. mit allen Umständen, 1, 120. 190. 2, 78. 3, 25. 66. 5, 49. 8, 142. – e) sich enthalten, abstehen wovon, absolut, Il. 9, 235, wie σχέο, laß ab, 21, 379, σχέσϑε 22, 416; ἔχεσϑ', ἔχεσϑε, wie im act., haltet an, Eur. Or. 1349; gew. c. gen., σχέσϑαι μάχης, βίης, Il. 3, 84 Od. 4, 422; ἐχώμεϑα δηϊοτῆτος ἐκ βελέων Il. 14, 129; οἱ Αἰγινῆται ἔσχοντο τῆς τιμωρίης Her. 6, 85, sie standen davon ab, vgl. 7, 237; ἔσχοντο μάχης, δρόμου, Plut. Rom. 30 Caes. 32; μανίης ἔσχετο Luc. Dea Syr. 22; auch mit folgdm inf., Ap. Rh. 1, 328. So wird auch Soph. O. R. 891 τῶν ἀϑίκτων ἕξεται erkl., er wird sich enthalten, während Andere übersetzen "er wird sich an dem Unnahbaren "halten, es antasten". – Thuc. braucht so auch das act., Ἑλληνικοῦ πολέμου ἔσχον οἱ Ἀϑηναῖοι 1, 112. – f) in der Stelle Il. 7, 248, ἐν τῇ δ' ἑβδομάτῃ ῥινῷ σχέτο, hielt die Lanze an, blieb stecken, faßten es Einige passivisch, vgl. ϑαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή Od. 4, 705, sie stockte; κηληϑμῷ ἔσχοντο Od. 11, 333. 13, 2; Callim. Iov. 28 ὑπ' ἀμηχανίης σχομένη, Ap. Rh. 4, 920 οἱ δ' ἄχεϊ σχόμενοι, ἀφασίῃ 3, 811; obwohl auch diese Stellen den passiven Gebrauch nicht erweisen. – g) bei Soph. Ant. 463, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς μητρὸς ϑανόντ' ἄϑαπτον ἐσχόμην νέκυν, ist es = wenn ich ertrüge, duldete, wie das activ. ib. 417 steht, μύσαντες εἴχομεν ϑείαν νόσον. – Das pass. ist schon bei den einzelnen Fällen erwähnt, es ist im Simplex viel weniger in Gebrauch als das act. – Die Bedeutung "wofür halten ( habere, νομίζω)" ist selbst bei Sp. unsicher; Isocr. 12, 30 ist von Bekker τίνας οὖν καλῶ πεπαιδευμένους für die vulgata ἔχω aus einem guten Codex hergestellt.
-
5 γάρ
γάρ particle, always in second or third position.1 not joined with other particles.a gives reason for what precedes.ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35
λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19
(If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90
ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial state — and is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50
Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶτελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34
ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54
“ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων” P. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)λόχμᾳ P. 4.244
μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247
θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52
ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53
ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56
ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3
ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29
ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20
ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4
ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45
οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2
δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30
προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57
κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21
ἄλοχονεὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29
τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70
ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7
ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62
πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36
ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25
ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61
χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28
ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6
ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7
May my poetry be effective.Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96
τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17
καιρὸν εἰ φθέγ-ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82
With the help of Artemis he mastered his horses.ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9
νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38
“αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος” P. 4.48Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68
“οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ” P. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσαν” P. 4.209ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34
ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49
Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6
“τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ” P. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7
κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17
εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84
λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24
ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46
ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† N. 10.41ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33
ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33
Homer has perpetuated the fame of Aias.τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40
We sing the praise of the victorious sons of Lampon.εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10
τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46
ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.c introduces narrative in elaboration of what precedes.—δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10
ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25
ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25
“φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαι” P. 4.102 “δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” P. 4.159σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256
ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281
ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83
Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9
ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60
καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65
ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17
ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47
You Graces are a source of pleasure to men.οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26
cf. N. 7.24d after a verb of announcing or simm.κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13
Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5
“κέκλυτε. φαμὶ γὰρ” P. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263
ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1
εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60
e introduces an explanation of particular words.Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22
ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33
ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42
οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24
They won in different events. (but not in the pentathlon)οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49
esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65
g introduces explanation in parenthesis.ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46
Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34
h introduces the answer to a preceding question.τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79
cf. O. 6.8ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42
]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88
]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40
]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3
]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13
ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8
]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.43 with apodosis suppressed.εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98
3 combined with other particles.a καὶ γάρ, καὶ γάρ.I for the fact is, emphasising the explanation.ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181
ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59
καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67
ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30
νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4
ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατισαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47
καὶ γὰρ:καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even. “καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ” P. 9.42καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50
καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34
καὶ γάρ:καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56
γ. introduces example, yes and, and furtherκαὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27
καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10
μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26
b introducing double reason.Iτε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29
IIμὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48
τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25
cf. frag. Pae. 16.3IIIμὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272
c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but thenἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12
d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85
I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
-
6 εχω
(impf. εἶχον; fut. ἕξω и σχήσω; aor. 2 ἔσχον, imper. σχές, conjct. σχῶ, opt. σχοίην, inf. σχεῖν, part. σχών; pf. ἔσχηκα; ppf. ἐσχήκειν; pass.: praes. ἔχομαι, impf. εἰχόμην, fut. σχεθήσομαι, aor. ἐσχέθην, pf. ἔσήμαι)1) держать, нести(πεμπώβολα χερσίν, τόξον ἐν χειρί, στεροπέν μετὰ χερσίν Hom.; αἰχμήν Aesch.; διὰ χειρός τι и τινὰ ἐπ΄ ὤμων Soph.; μετὰ χεῖράς τι Thuc.)
οὐχ ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως ἔ. Soph. — не желать подчиниться ярму2) med. держатьсяἐπὴ ξυροῦ ἀκμῆς ἔ. Her. — держаться на острие бритвы, т.е. «на волоске»
3) med. держать или нести на себе(οὐρανόν Hes.)
ἀσπίδα πρόσθε σχόμενος Hom. — выставив вперед свой щит4) med. держаться, выдерживать5) брать, хватать, держать(τινὰ χειρός или ποδός Hom.; τινὰ μέσον Arph.)
Ζῆν΄ ἔχων ἐπώμοτον Soph. — беря Зевса в свидетели (моей клятвы);pass. — быть схваченным, захваченным или охваченным, перен. находиться во власти:ζῶντες ἐχόμενοι Thuc. — захваченные живьем;ἐχομένων τῶν Ἀφιδνῶν Plut. — так как Афидны были захвачены (противником);τὸ ὄρος ἐχόμενον Xen. — занятая (войсками) гора;ἔ. ἄλγεσι Hom. — страдать;λύπῃ σχεθείς Plut. — охваченный скорбью;ἔ. κωκυτῷ καὴ οἰμωγῆ Hom. — предаваться воплям и жалобам;ἔ. ἐν ξυμφοραῖς Plat. — быть в беде;ἔ. ὀργῇ — быть в гневе;ἔ. ὑπὸ ἐπιθυμίας Plat. — быть одержимым страстью6) med. держаться, хвататься, цепляться(πέτρης Hom.; ὅπως κισσὸς δρυός Eur.; πείσματος Plat.; χλαμύδος Luc.)
ταύτης ἐχόμενος τές προφάσιος Her. — ухватившись за этот предлог7) med. браться, приниматься, предпринимать(ἔργου Pind., Plut.; πολέμου Thuc., Plut.)
ἔ. τῶν ἀθίκτων Soph. — прикасаться к неприкосновенному;μαντικῆς τέχνης ἔ. Soph. — быть причастным к искусству прорицания8) тж. med. держаться, придерживаться(δόξης τινὸς περί τινος, med. ἀληθείας Plat.; med. γνώμης τινός и λόγου τινός Thuc.)
ἔχεσθαι ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Xen. — держаться как можно ближе к повозкам9) med. ( непосредственно) соприкасаться, быть тесно связанным, примыкатьὄρος ἐχόμενον τῆς Ῥοδόπης Thuc. — гора, смежная с Родопой;ἥ ἐχομένη νῆσος Isocr. — соседний остров;οἱ ἐχόμενοι Her. — сопредельные народы, ближайшие соседи;τοῦ ἐχομένου ἔτους Thuc. — в следующем году;τὰ τῶν σιτίων ἐχόμενα Her. — то, что относится к продовольствию;ἐν τοῖς ἐχομένοις Arst. — в последующем изложении;οἱ τῶν εἰκότων ἐχόμενοι Plut. — те, чей рассказ более правдоподобен10) (об одежде, снаряжении и т.п.) иметь на себе, носить(κυνέην κεφαλῇ, παρδαλέην ὤμοισιν, σὰκος ὤμῳ, εἷμα ἀμφ΄ ὤμοισι, ἵπποι ζυγὸν ἀμφὴς ἔχοντες Hom.; στολέν ἀμφὴ σῶμα Eur.; τὰ ὅπλα Arst.; συκῆ ἔχουσα φύλλα NT.)
ἔχοντες τοὺς χιτῶνας Xen. — одетые в хитоны11) иметь, владеть, обладать(κραδίην καὴ θυμόν Hom.; τὰν βελέων ἀλκὰν χεροῖν Soph.; τέν γῆν Thuc.; ἐπιστήμην Xen., Plat.; τὰ ἐπιτήδεια Arst.; εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω NT.)
Δία οὐκ ἔχε ὕπνος Hom. — Зевсом сон не владел, т.е. Зевс не спал;φόβος μ΄ ἔχει Aesch. — страх объемлет меня;οἶνος ἔχει φρένας Hom. — вино туманит рассудок;σῇσιν ἔχε φρεσί Hom. — сохрани в своей памяти;Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. — это - владения Бромия;θῇρες, οὓς ὅδ΄ ἔχει χῶρος Soph. — животные, населяющие этот край;ἔχων τοὺς ἱππεῖς ἐπηκολούθει Xen. — (Крез) с конницей следовал позади;ὅ ἔχων Soph., Eur., Xen.; — имущий, богатый;οἱ οὐκ ἔχοντες Eur. — неимущие, бедные;τὸ μη ἔ. Eur. — бедность;κούρην Πριάμοιο ἔ. Hom. — быть женатым на дочери Приама;ἔχεθ΄ Ἕκτορι Hom. — она была замужем за Гектором;ἐν δεξιᾷ ἔ. Thuc. — иметь справа (от себя);τινὰ ὕστατον ἔ. Xen. — иметь, т.е. поставить кого-л. в арьергарде;γῆρας ἔχυιν или ὃν γῆρας ἔχει Hom. — старый;ἥβην ἔ. Plat. — быть юношей;ἐπεὴ ἔχοιεν τέν ἡλικίαν, ἣν σὺ ἔχεις Xen. — по достижении ими твоего возраста;ἔ. φθόνον παρά τινι Plut. — возбуждать в ком-л. зависть;ἔγκλημα ἔ. τινί Soph. — иметь жалобу на кого-л.;λόγον ἔ. Plat. — иметь (разумный) смысл;τιμην ἔ. παρὰ πᾶσιν Plut. — быть уважаемым всеми;φύσιν ἔχει Plat. — (это) естественно, в порядке вещей;ἀγνοία μ΄ ἔχει Soph. — я в неведении, не знаю;πόλιν κίνδυνος ἔσχε Eur. — над городом нависла опасность;λιμὸς ἔχει Aesch. — голод терзает;ἀγρυπνίῃσι ἔχεσθαι Her. — страдать бессонницей;ἐν νοσήμασιν ἐχόμενοι Plat. — больные;ὄφρα με βίος ἔχῃ Soph. — пока я жив(а);δι΄ αἰτίας Thuc. и ἐν αἰτίᾳ ἔ. τινά Her., Thuc.; — обвинять кого-л.;ἔπαινον ἔ. Arst. — быть хвалимым12) держать или нести на себе, поддерживать, подпирать(κίονες γαῖάν τε καὴ οὐρανὸν ἀμφὴς ἔχουσιν Hom.; τὰ ἐπικείμενα βάρη Arst.)
13) держать, поднимать(ὑψοῦ κάρη Hom.)
14) (тж. ἐν γαστρὴ ἔ. Her., NT.) носить во чреве, быть беременной(ἥ γυνέ ἔχουσα Her.)
ἥ ἔχουσα Arst. = ἥ μήτηρ15) ( о месте) занимать, находитьсяἔ. τὸ κέρας ἄκρον Thuc. — находиться на крайнем фланге;
οὖδας ἔχοντες Hom. — распростертые по полу (тела);ἔχεις χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν Soph. — ты стоишь на земле, которую нельзя топтать (т.е. священной)16) обитать, населять(οὐρανόν Hom.; Ὀλύμπια δώματα Hes.; χῶρον Aesch.; τὰ ὄρη Xen.)
οἱ κατὰ τέν Ἀσίαν ἔχοντες Xen. — те, кто населяет Азию;ἔ. ὀρέων κάρηνα Hom. — обитать на вершинах гор17) (тж. ἐντὸς ἔ. Hom.) содержать в себе, заключать, окружать(φρένες ἧπαρ ἔχουσι Hom.; ὅ χαλκὸς ἔχει τὸ εἶδος τοῦ ἀνδριάντος Arst.)
τοὺς ἄκρατος ἔχει νύξ Aesch. — их окутывает непроглядная ночь;18) владеть, иметь в своем распоряжении, управлять(Θήβας Eur.)
19) заботиться, печься, охранятьἔ. πατρώϊα ἔργα Hom. — возделывать отцовские поля;
ἔ. κῆπον Hom. — ухаживать за садом;ἔ. ἀγέλας Xen. — смотреть за стадами;φυλακὰς ἔ. Hom. — нести стражу;σκοπιέν ἔ. Hom., Her.; — вести наблюдение;δίκας ἔ. Dem. — вершить суд20) охранять, защищать(ἀλόχους καὴ τέκνα Hom.)
ἔχε χρόα χάλκεα τεύχη Hom. — тело покрывали медные доспехи;πύλαι οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι Hom. — небесные врата, которые стерегли Горы21) med. зависетьἐν θεοῖσιν ἔ. Hom. — зависеть от воли богов;
σέο ἕξεται Hom. — это будет зависеть от тебя22) сдерживать, скреплять, связывать23) сдерживать, удерживать(ἵππους, μῦθον σιγῇ Hom.; στόμα σιγᾷ Eur.)
εἶχε σιγῇ καὴ ἔφραζε οὐδενί Her. — (Эвений) хранил молчание и никому (ничего) не говорил;πᾶς ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μέ καταδῦναι Xen. — каждый бурдюк удержит двух человек от погружения, т.е. на поверхности воды24) задерживать, останавливать(ἕξουσιν ἅπαντας Ἀχαιοί Hom.)
οὐδέ οἱ ἔσχεν ὀστέον Hom. — у него кость не сдержала (брошенного камня), т.е. была разбита;χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος Her. — держа (за) руки Ахилла;ἔ. δάκρυον Hom. — сдерживать слезы;ἔχε αὐτοῦ (πόδα σόν) Eur., Dem.; — остановись;ὄμμα ἔ. Soph. — прятать взоры, т.е. уединяться, скрываться25) унимать, успокаивать(κῦμα, ὀδύνας Hom.)
26) (sc. ἑαυτόν) униматься, утихать, останавливаться, оставаться на местеοὐδέ οἱ ἔγχος ἔχε ἀτρέμας Hom. — копье (в руках) его не оставалось спокойным;
σχὲς οὗπερ εἶ Soph. — остановись, где находишься, т.е. не продолжай;σχές, μή με προλίπῃς Eur. — остановись, не покидай меня;εἰ δὲ βούλει, ἔχε ἠρέμα Plat. — подожди, пожалуйста;στῆ σχομένη Hom. — она остановилась27) med. воздерживаться, отказываться, прекращать(μάχης Hom., Plut.; τιμωρίης Her.)
σχέσθαι χέρα τινός Eur. — удержаться от нанесения удара кому-л.28) ощущать, испытывать, переживать(ἄλγεα Hom.; φθόνον Aesch.; θαῦμα Soph.; αἰσχύνην Eur.)
ἔ. πένθος (μετὰ) φρεσί Hom. — скорбеть душой;ἐν ὀρρωδίᾳ τι ἔ. Thuc. — испытывать страх перед чем-л.;κότον ἔ. Hom. и ὀργὰς ἔ. Aesch. — гневаться;εὔνοιάν τινι ἔ. Eur. — благоволить к кому-л.;μεριμνήματα ἔχων βαρέα Soph. — удрученный тяжелыми заботами;σπάνιν σχεῖν τοῦ βίου Soph. — испытывать недостаток в средствах к жизни;χρείαν ἔ. τινός Hom. — нуждаться в чем-л., не иметь чего-л.29) вызывать, возбуждать, причинять(πικρὰς ὠδῖνας Hom.; ἀγανάκτησιν Thuc.; ἱδρῶτα οὐκ ὀλίγον Luc.; ἔλεον Plut.)
30) направлять, вести(ἵππους πεδίονδε Hom.; ἅρμα, δίφρον Hes.; τὰς νέας παρὰ τέν ἤπειρον Her.)
ἔ. πόδα ἔξω τινός Aesch., Eur. и ἔ. πόδα ἐκτός τινος Soph. — держаться в стороне от чего-л. или избавиться от чего-л.;31) (sc. ἑαυτόν, ἵππον и т.п.) направляться, отправляться(Πύλονδε Hom.; εἰς τέν Ἀργολίδα χώρην Her.)
κίονες ὑψόσε ἔχοντες Hom. — устремленные ввысь колонны;ἔκτοσθε ὀδόντες ὑὸς ἔχον Hom. — снаружи (шлема) вздымались клыки вепря;ἔγχος ἔσχε δι΄ ὤμου Hom. — копье впилось в плечо;αἱ ὁδοὴ αἱ ἐπὴ τὸν ποταμὸν ἔχουσαι Her. — улицы (Вавилона), ведущие к реке32) предпринимать, производить, совершать(ἔρευνάν τινος Soph.)
φόρμιγγες βοέν ἔχον Hom. — форминги зазвучали;θήραν ἔ. Soph. — охотиться, перен. совершать погоню;λιτὰς ἔ. Soph. — умолять;δι΄ ἡσυχίας ἔ. Thuc. — поддерживать спокойствие;γόους ἔ. Soph. — издавать вопли;παρουσίαν ἔ. Soph. — (по)являться;μνήμην ἔ. Soph. — хранить воспоминание, помнить;συγγνώμην ἔ. Soph. — оказывать снисхождение, прощать;ἀμφί τι ἔ. Xen. — быть занятым чем-л.33) придвигать, приближать34) иметь возможность, быть в состоянии, мочь(ταῦτα σ΄ ἔχω μόνον προσειπεῖν Soph.)
οὐ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι Hom. — он не смог удержаться на ногах;ἐξ οἵων ἔχω Soph. — всеми доступными мне средствами, как могу;οὐκ ἔχω τί φῶ Aesch., Soph.; — мне нечего сказать;ὅ τι ἄριστον ἔχετε Xen. — так хорошо, как только (с)можете;οὐκ ἂν ἄλλως ἔχοι Dem. — иначе было бы невозможно35) знать, видеть, понимать(οὐκ ἔχων ὅ τι χρέ λέγειν Xen.; τέχνην τινά Hes., Eur., Her., Plat.)
οἱ τὰς τέχνας ἔχοντες Xen. — мастера;ἵππων δμῆσιν ἐχέμεν Hom. — владеть искусством объездки лошадей;ἔ. σωτηρίαν τινά Eur. — знать какое-л. средство спасения;ἔχεις τι ; Soph. — тебе что-л. известно?36) получать, приобретать(γνώμην δίκαιαν, στέφανον εὐκλείας Soph.)
37) относиться, быть (так или иначе) расположенным(τινί Arst., Dem., πρός τι Plat. и πρός τινα Plut.)
ἕξω ὡς λίθος Hom. — я буду тверд(а) как камень;τὰ ἐς Ἡσίοδόν τε καὴ Ὅμηρον ἔχοντα Her. — (данные), относящиеся к Гесиоду и Гомеру;ἔχθρα ἔχουσα ἐς Ἀθηναίους Her. — вражда (эгинян) к афинянам;ἐπί τινι ἔ. Her. — действовать против кого-л.38) рассматривать, считать (чем-л.), признаватьὈρφέα ἄνακτα ἔ. Eur. — считать Орфея (своим) учителем;
ἐν αἰτίῃ ἔ. τινα Her. — считать кого-л. виновным;ἐν αἰσχύναις ἔ. τι Eur. — считать что-л. постыдным;ἐν ἡδονῇ ἔ. τι Thuc. — находить удовольствие в чем-л.εὖ ἔ. Hom. и χαλῶς ἔ. Soph., Plat.; — быть в порядке, прекрасно обстоять, процветать;
εὖ σώματος ἔ. Plat. — чувствовать себя хорошо, быть здоровым;οἰκείως ἔ. Dem. — благоприятствовать;ἀκινούνως ἔ. Dem. — находиться в безопасности;τὰ μέλλοντα καλῶς ἔχει Dem. — виды на будущее благоприятны;πάντα ἔχει ὡς δεῖ Dem. — все обстоит так, как следует;ἐναντίως ἔχει Dem. — происходит наоборот;εἰ οὖν οὕτως ἔχει Xen. — если дело обстоит так;ἔχει μὲν οὕτως Arph. — так оно и есть, это верно;ὡς ποδῶν εἶχε Her. — со всех ног, во всю прыть;ὡς τάχους εἶχε Her., Thuc.; — с величайшей скоростью;ὡς οὕτως ( или ὡς ὧδε) ἐχόντων Her. и οὕτω ἐχόντων Xen. (лат. quae cum ita sint или se habeant) — при таком положении вещей, ввиду этого;χαλεπῶς ἔ. ὑπὸ τραυμάτων Plut. — тяжело страдать от ран;κατεκλίθη, ὥσπερ εἶχε, χαμαί Xen. — (он) лег, как был (пышно одетый), на землю;ὥς τις μνήμης ἔχοι Thuc. — насколько кому позволяет память;μετρίως ἔ. πρός τι Xen. — быть умеренным в чем-л.;ἀκρατῶς ἔ. πρός τι Plat. — неумеренно предаваться чему-л.;ἀναγκαῖως ἡμῖν ἔχει Her. — нам необходимо, мы должны40) imper. ἔχε (= ἄγε См. αγε) ну!, ну-ка!ἔχε δή μοι τόδε εἰπέ Plat. — так скажи же мне;
ἔχ΄ ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας Arph. — давай, вычисти-ка столы41) с part. aor. (реже с part. pf. или praes.) другого глагола в описат. оборотах или для выражения длительностиἀμφοτέρων με τούτων ἀποκληΐσας ἔχεις Her. — ты запретил мне доступ к обеим (войне и охоте);
λέγεται ὅ Ζεὺς τῆς Ἥρας ἐρασθεὴς ἔ. Plat. — Зевс, говорят, влюблен в Геру;οἷά μοι βεβουλευκὼς ἔχει Soph. — (все), что (Креонт) замыслил против меня;ὃν εἶχον ἐκβεβληκότες Soph. — (тот), кого они покинули;ἤιε (= атт. ᾔει) ἔχων ταῦτα ἐς τὰς Σάρδις Her. — он отправился с этим в Сарды;ἵπποι, οὓς αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν Hom. — кони, которых сам (Приам) вырастил;ληρεῖς ἔχων Arph. — ты шутишь;τί δῆτα ἔχων στρέφει ; Plat. — отчего же ты увертываешься (от прямого ответа)?;οὐ μέ φλυαρήσεις ἔχων Arph. — не дурачься;ὡς οὐδὲν εἴη ἀσφαλέως ἔχον Her. — (Кир подумал), что нет ничего прочного;ἐστὴν ἀναγκαίως ἔχον Aesch. — необходимо;τὸ νῦν ἔχον Luc. — теперь, ныне;τὸν θανόντα πατέρα καταστένουσ΄ ἔχεις Eur. — ты оплакиваешь умершего отца -
7 περί
περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)A WITH GENITIVE,I of Place, sts. in Poets, round about, around,τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68
;τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818
(lyr., s.v.l.);εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129
: rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.II to denote the object about or for which one does something:1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265
; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;π. σεῖο 3.137
;π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416
; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161
;π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245
; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102
;νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191
; <τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74
; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7
; and without a Verb,π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122
;π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44
, cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d
;ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437
, cf. 639, Hdt.8.26 ;πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29
;π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95
; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225
, cf. 24.515.2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17
;ἄχος π. τινός Od.21.249
;φόνου π. βουλεύειν 16.234
;φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36
, etc.;κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621
;δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a
, etc.;ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13
; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69
;π. Μεθωναίων IG12.57.49
; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36
, cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,π. νόστου ἄκουσα Od.19.270
;οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563
;π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191
;π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135
, 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22
, etc.;λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b
, etc.;ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48
; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8
;ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82
;νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52
, etc.;νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214
.4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.5 about, in regard to,μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53
;οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117
;τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6
;τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5
: in Prose freq. without a Verb,ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88
; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287
;π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375
;τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38
;ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325
;ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304
;π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108
;κρατερὸς π. πάντων Il.21.566
, cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279
;π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214
;π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289
, cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89
;π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1
; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25
; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21
;χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60
;δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241
;ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467
;κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17
;βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401
: in Prose,π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61
;θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13
; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e
, etc.;χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245
;χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416
;πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648
; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95
;κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317
;π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598
;μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453
: rarely in Trag.,π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259
(lyr.);κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240
.2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577
;ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441
;κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86
;π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570
;πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828
;αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303
.3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4
; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039
.II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471
;μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245
;π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568
;ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2
;π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a
;π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34
codd.;κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6
.2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566
;ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240
, cf. 11.557;δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60
, cf. 74, 119, Ar.Eq.27;θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d
, cf. Tht. 148c;π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54
.3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101
;π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33
;π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69
: in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);π. χάρματι h.Cer. 429
:—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.C WITH ACCUSATIVE,I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13
;π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162
; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;ἐρύσας π. σῆμα 24.16
, cf. 51, etc.;π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139
;π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
: also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519
;μάρνασθαι π. ἄ. 6.256
, etc.;φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303
; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25
, cf. Od.18.67: in Prose,ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22
;φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9
; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4
; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23
; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e
;στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18
: strengthd.,π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760
;π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848
; cf. ἀμφί c. 1.2.2 of persons who are about one,ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22
; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63
; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;γενέσθαι Isoc.3.12
; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6
;διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11
, etc.: less freq.ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28
, Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8
; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.4 round or about a place, and so in,π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368
, cf. 90;ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439
; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61
, cf. 7.131;εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d
, etc.; οἱπ. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12
, etc.5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a
;ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10
;ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20
;ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10
;ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696
;τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21
;οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102
; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76
;καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b
;π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20
; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20
;ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2
;ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b
: generally, of all relations, about, concerning, in respect of,π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93
, cf. 8.86;πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d
;ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42
; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84
; as to (cf. A. 11.5),π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c
, cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d
;αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e
; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19
: in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a
;τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d
;τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23
, etc.; cf. ἀμφί c.1.4.II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89
, etc.2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5
, etc.D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,ἄστυ πέρι Il.22.173
;ἔριδος πέρι 16.476
: most freq. with gen.,τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630
;τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248
, etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36
;σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a
;δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a
, etc.; , cf. Ap. 19c.E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362
, al.: strengthd., round about,h.Cer.
276, cf. Call.Hec.1.1.13.II before or above others (cf. A. 111), exceedingly, only [dialect] Ep., in which case it commonly suffers anastrophe,Τυδεΐδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί Il.8.161
, cf. 9.53; σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι ib. 100; ;ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη Od.2.116
, cf. 7.110; ;πέρι κέρδεα οἶδεν 2.88
; .2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,π. κῆρι φίλησε Il.13.430
, etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53
; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206
; alsoπ. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157
;π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433
;ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70
, cf. Od.14.146;π. σθένεϊ Il.17.22
.4 περὶ κάτω bottom upwards,δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34
, cf. Phot.;τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34
.F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (περ' ἰγνύσι h.Merc. 152
); once in Hes., (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242
;περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27
H.; also in Pi.,περάπτων P.3.52
;περόδοις N.11.40
; ;περ' αὐτᾶς P.4.265
;ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38
: not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5.
См. также в других словарях:
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek